καπνίσῃ

καπνίσῃ
καπνίσηι , κάπνισις
exposure to smoke
fem dat sg (epic)
καπνίζω
make smoke
aor subj mid 2nd sg
καπνίζω
make smoke
aor subj act 3rd sg
καπνίζω
make smoke
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Καπνίστ, Βασίλι — (Vassily Kapnist, 1757 – 1823). Ρώσος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, απόγονος της βυζαντινής οικογένειας Καπνίση. Αρχικά υπηρέτησε ως αξιωματικός, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε από το στράτευμα για να επιδοθεί στη λογοτεχνία. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”